πιλάτεμα

πιλάτεμα
το
η πράξη του πιλατεύω, ενόχληση, πείραγμα, βασανισμός: Από το πολύ πιλάτεμα έβαλε τα κλάματα το παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιλάτεμα — το, Ν [πιλατεύω] πείραγμα, ενόχληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”